- απατώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον με δόλο: Πολλές φορές τα φαινόμενα μας απατούν. Το μέσ., απατώμαι γελιέμαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek
απατώ — απατάω / απατώ, απάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπατῶ — ἀ̱πατῶ , ἀπατάω cheat imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres imperat mp 2nd sg ἀπατάω cheat pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀπατάω cheat pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπατάω cheat pres subj act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… … Dictionary of Greek
CHREMYLUS — nomen comicum viri, ἀπ` τȏυ χρέος debitum et αἱμύλλω τὸ ἀπατῶ decipio, quasi qui prae inopia cogatur suos creditores fallere, non solvendo quod debet … Hofmann J. Lexicon universale
αναπατώ — (I) ( έω) (Α ἀναπατῶ) [πατῶ] νεοελλ. κάνω μικρούς βηματισμούς ανήσυχος αρχ. 1. στρέφομαι, κινούμαι προς τα πίσω 2. (για άλογα) κάνω πίσω, διστάζω, κολώνω. (II) ( έω) [απατώ] διαφθείρω παρθένα, εκπαρθενεύω … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
απατεύω — ἀπατεύω (Α) κάνω απάτη, απατώ … Dictionary of Greek
αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… … Dictionary of Greek
αυταπατώμαι — ( άομαι) απατώ τον εαυτό μου, σχηματίζω λανθασμένη κρίση για κάτι δικό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απατώμαι ( άομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek